.

.

Ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ





Μια  φορά και έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς εδώ στην Μαδαγασκάρη. Ήταν καλός και πιστός άνθρωπος και παρακαλούσε τον Θεό να τον φωτίσει πως μπορεί να δώσει ό,τι καλύτερο έχει για τους υπηκόους του.
Μια μέρα λοιπόν φανερώθηκε ο Θεός μπροστά του και του είπε:
-          «Βασιλιά μου τι έχεις και πονάς τόσο πολύ και βασανίζεις τον λογισμό σου;»
-          «Θέλω να αναπαύσω όσο μπορώ περισσότερο τους υπηκόους μου. Έχω πόνο στην καρδιά μου που τους βλέπω και βασανίζονται και θέλω να μου πείς τι μπορώ να κάνω καλύτερο γι’ αυτούς», απάντησε ο .
-          «Μα τόσο μεγάλη αΒασιλιάςγάπη έχεις για τους ανθρώπους σου λοιπόν;» είπε ο Κύριος.
-          «Θέλω να δώσω τα πάντα γι’ αυτούς.» απαντά ο Βασιλιάς.
-          «Αφού λοιπόν τόσο πολύ τους αγαπάς θα σου δώσω και γω σήμερα μέχρι την νύχτα την ευκαιρία να διαλέξεις και να γίνεις ό,τι σε αναπαύει περισσότερο γι’ αυτούς. Και ότι σε αναπαύσει θα στο χαρίσω καλέ μου βασιλιά», αποκρίθηκε ο Κύριος.
Χαρούμενος λοιπόν ο βασιλιάς αφήνει το παλάτι του και βγαίνει στους δρόμους. Τα παιδιά τρέχουν και κρέμονται στην πλάτη του. Πηδούν με δύναμη και τον αγκαλιάζουν. Γαντζώνουν πάνω στα ρούχα του. Κι αυτός με αγάπη τα αφήνει και παίζουν επάνω στο κορμί του ξέροντας ότι έτσι αναπαύει τις ταλαίπωρες ψυχές τους. Τα αφήνει και του λερώνουν τα βασιλικά του ενδύματα. Προσφέρει αμέτρητη χαρά και του δίνουν αμέτρητη αγάπη. Μα δεν του αρκεί. Ξέρει πως ακόμα είναι πεινασμένα τα μικρά του αδελφάκια, κουρελιασμένα και ταλαιπωρημένα από τις αρρώστιες που τα θερίζουν και τα αφανίζουν καθημερινά.
Γυρνάει σκεφτικός το βλέμμα στην Θάλασσα. Στο Ankilibe  βουτάει στα νερά και γίνεται τώρα δελφίνι. Χτυπάει με δύναμη στα αφρισμένα κύματα τα πτερύγιά του και κάνοντας μακριές βουτιές φτάνει ανοιχτά στα χρυσογάλανα νερά του Ινδικού. Οι πυρόγες εκατοντάδες πιά φιγουράρουν στον κόκκινο ήλιο που μόλις προβάλει κι αυτό το πρωινό μέσα από την θάλασσα. Σαν μαύρες λεβέντικες σιλουέτες οι πιρόγες, ατρόμητες και αγέρωχες στα ωκεάνια κύματα με το χρυσό ακτινωτό φωτοστέφανο που τους ντύνει ο ήλιος θωρούν σαν τους αγίους μας καί σου θυμίζουν ότι η δύναμη του Νοητού Ηλίου νικά. Νικάει στη θαλασσοταραχή των πειρασμών. Κάποιος μικρός ψαράς, άπειρος ακόμα, χάνει την ισορροπία του και πέφτει στα αγριεμένα κύματα. Πνίγεται καθώς δεν μπορεί να αντιμετωπίσει την θαλασσοταραχή. Ο Βασιλιάς – δελφίνι πιά, βουτάει γοργά και σε μηδενικό χρόνο είναι στο πλάι του. Τον πετάει στην ράχη του και με ένα τεράστιο σάλτο τον βγάζει στην απέναντι όχθη. Στο Soalary.
Τον αφήνει στην άμμο. Χαρούμενος καθώς είναι για το μεγάλο καλό που έκανε, ακούει τώρα τους λυγμούς μιάς μάνας πού μόλις χάνει το μικρό της παιδί το οποίο σβήνει σα μικρή λαμπαδίτσα από τον πυρετό της ελονοσίας και την άμετρη δίψα. Ακόμα υπάρχει πολύς πόνος σκέφτεται στον κόσμο αυτό. Σηκώνει τά μάτια στον ουρανό και σε μια στιγμή γίνεται αϊτός. Αρπάζει το βρέφος με τά δυνατά του πόδια και το πηγαίνει στο Onilahy. Τον πανέμορφο ποταμό μας. Στις κρυστάλλινες πηγές του κοντά στο Ambohimavelo το βουτάει με ορμή στο νερό και κάνει με δάκρυα δέηση στον Κύριο να το σώσει. Πραγματικά το δροσερό νερό γλύφει με στοργή το κορμί του παιδιού και μαζί του παίρνει και τον πυρετό και τήν αρρώστια και τήν πνίγει στα νερά του ορμητικού ποταμού. Είναι τρισχαρούμενος. Έσωσε το παιδί.
Μα τώρα ακούει την φωνή των πειναμένων γερόντων μακρυά εκεί στο Mahatsandry. Androka, Ankililoka, Ankarobato και ακόμα πιο μακρυά Sakaraha, Mahaboboka, Vatolatsaka, Besely, Ejenda, Ambanihy. «Διψούμε, πινούμε, χανόμαστε στην μοναξιά μας. Έλεος…»
Χτυπάει δυνατά τις φτερούγες του. Κι εκεί από ψηλά θαρρεί τον πόνο. «Ω πόνε. Ω πόνε που μου καις τα σωθικά!!!», μονολογεί. Θεέ μου τα σπαρτά έχουν όλα ξεραθεί. Γη ηλιοκαμένη! Γίνεται τώρα σύννεφο. Παίρνει βαθιά ανάσα και φουσκώνει όσο μπορεί περισσότερο τα πνευμόνια του. Και ξεφυσά με δύναμη, αέρα και βροχή. Ποτίζει. Ποτίζει γή, ανθρώπους, κτήνη, δέντρα, σπαρτά. Δίνει ζωή και χαίρεται η καρδιά του καθώς βλέπει τα μικρά παιδιά να παίζουν κάτω από το νερό που άφθονο πέφτει στην γη.
Και τώρα αποφασίζει να γίνει ότι πιο πολύτιμο υπάρχει για τον κόσμο αυτό.
Γίνεται ήλιος. Ζωογονεί τά σπαρτά. Θερμαίνει την γή και αυτομάτως βλαστάνει το ρύζι, η γλυκοπατάτα, το καλαμπόκι, τα φασόλια, οι μπανάνες. Σκορπίζει ζωή… Και είναι τρισευτυχισμένος. Τώρα αναπαυμένος καθώς είναι κοιτά τον κόσμο κάτω που τρώει και πίνει και από εκεί ψηλά στον ουρανό μέσα στην τόση δοξα που του χάρισε ο Θεός σκέφτεται ότι έτσι είναι καλά να μείνει για πάντα. Ήλιος. Πηγή ζωής και χαράς.
Μα ξεχάστηκε. Μέσα στην τόση θέρμη και χαρά που έχει ξέχασε ότι οι ακτίνες του καίνε το χώμα. Ξεράθηκε η γή. Το στόμα των μικρών παιδιών και πάλι στέγνωσε από την δίψα. Η μάνα και πάλι θρηνεί και στέλνει το μικρό της γιο να φέρει λίγο νερό από το πηγάδι για να δροσίσει τα ξεραμένα χείλη του νεογέννητου κοριτσιού της. Δακρύζει και πάλι ο Βασιλιάς – Ήλιος. Κοιτάζει στον ουρανό.
«Εεε, Θεέ μου τι να γίνω για να σώσω τον κόσμο αυτό;» Δακρύζει και ο Θεός βλέποντας την τόση αγάπη που έχει. Και του λέει:
«Βασιλιά μου. Ήλιε μου! Σού έδωσα ό,τι μου ζήτησες. Σε έκανα ήλιο. Πηγή ζωής και φωτός. Τϊ άλλο να σου δώσω για να πάψεις να στεναχωριέσαι και να κλαίς καλέ μου γιέ;»
Αφού πέφτει σε βαθιά περισυλλογή με σκυμμένο πιά το πρόσωπο κάτω στην ηλιοκαμένη αγαπημένη του γή, απαντά ο Βασιλιάς – Ήλιος με πόνο και δάκρυα:
«Κύριε των κυριευόντων και Βασιλεύ των βασιλευόντων. Θεέ θεών και Κτίστη του σύμπαντος κόσμου. Σε ευχαριστώ για την δόξα με την οποία με στόλισες. Σε ευχαριστώ που μέχρι και ήλιο με έκανες για να παρηγορώ και να ζεσταίνω τους υπηκόους μου. Μα ο πόνος δεν χάθηκε από την γή. Γι αυτό και γώ πήρα την μεγάλη απόφαση. Σχίζω στα δυο την καρδιά μου. Αφήνω τον ουράνιο θρόνο μου. Δώσε την μισή μου καρδιά στους ανθρώπους μου. Στον λαό μου. Τους την χαρίζω. Για να ζούν για πάντα στην χαρά που μου χάρισες. Την άλλη μισή την παίρνω και αποφασίζω πλέον να μείνω για πάντα στο προσκέφαλο του λαού μου χαμένος μέσα στην άδοξη και σκοτεινή νύχτα. Θα μείνω κρεμασμένος στον ουράνιο θόλο. Τέσσερα αστέρια θα γίνω. Στο σχήμα του Σταυρού. Θα γίνω Σταυρός του Νότου. Και θα λάμπω την νύχτα με όση δύναμη μου μένει. Για να χαρίζω με την θέα μου, παρηγοριά, ελπίδα, Πίστη στον φτωχό μου λαό. Μου φτάνει να είμαι μαζί τους. Και να τους δίνω την Ελπίδα και την Πίστη μαζί με την Αγάπη μου».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου